- τσιρίσι
- τσιρίσι, το και τσερίσι, το(λ. τουρκ.)1. άμυλο από ασφόδελο, που χρησιμοποιείται στην κατασκευή της κόλλας των τσαγκάρηδων.2. η κόλλα των τσαγκάρηδων που γίνεται από αυτό το άμυλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.